κατωτυχής

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

κατωτυχής, -ές (Μ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατωτυχές
το κατώτερο κοινωνικό στρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -τυχής (< τύχη ή < θ. τυχ- του ρ. τυγχάνω, πρβλ. αόρ. -τυχ-ον), πρβλ. δυσ-τυχής ευ-τυχής].