κατωτυχής

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

κατωτυχής, -ές (Μ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατωτυχές
το κατώτερο κοινωνικό στρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -τυχής (< τύχη ή < θ. τυχ- του ρ. τυγχάνω, πρβλ. αόρ. -τυχ-ον), πρβλ. δυσ-τυχής ευ-τυχής].