κεδρόξυλο: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό, | |mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cedarwood</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>cedar</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. γαλλ. <i>cedar</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cedrus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>wood</i>]. | ||
}} | }} |