κεδρόξυλο

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

το
1. το ξύλο του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cedarwood (< cedar < αρχ. γαλλ. cedar < λατ. cedrus < κέδρος) + wood].