κεφαλάρι: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> το μακρόστενο [[προσκέφαλο]] που τοποθετείται [[κάτω]] από το κύριο [[προσκέφαλο]] του κρεβατιού, η [[μαξιλάρα]]<br /><b>3.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]] οικοδομής, αγκωνάρα<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> καροτική [[πηγή]] με [[μεγάλη]] [[ανάβλυση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θυμ</i>-<i>άρι</i>, <i>σιτ</i>-<i>άρι</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> το μακρόστενο [[προσκέφαλο]] που τοποθετείται [[κάτω]] από το κύριο [[προσκέφαλο]] του κρεβατιού, η [[μαξιλάρα]]<br /><b>3.</b> [[κιονόκρανο]]<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> [[ακρογωνιαίος]] [[λίθος]] οικοδομής, αγκωνάρα<br /><b>6.</b> <b>γεωλ.</b> καροτική [[πηγή]] με [[μεγάλη]] [[ανάβλυση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεφάλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άρι</i> ([[πρβλ]]. <i>θυμ</i>-<i>άρι</i>, <i>σιτ</i>-<i>άρι</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. το μέρος του κρεβατιού στο οποίο αναπαύεται το κεφάλι
2. το μακρόστενο προσκέφαλο που τοποθετείται κάτω από το κύριο προσκέφαλο του κρεβατιού, η μαξιλάρα
3. κιονόκρανο
4. επιστύλιο
5. ακρογωνιαίος λίθος οικοδομής, αγκωνάρα
6. γεωλ. καροτική πηγή με μεγάλη ανάβλυση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλι + κατάλ. -άρι (πρβλ. θυμ-άρι, σιτ-άρι)].