κοινοδημεί: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοδημεί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) με τον τρόπο του κοινοδημίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοινοδήμ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i>, που δηλώνει τρόπο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυθωρ</i>-<i>εί</i>, <i>ηρεμ</i>-<i>εί</i>)].
|mltxt=[[κοινοδημεί]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) με τον τρόπο του κοινοδημίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοινοδήμ</i>-<i>ιον</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i>, που δηλώνει τρόπο ([[πρβλ]]. <i>αυθωρ</i>-<i>εί</i>, <i>ηρεμ</i>-<i>εί</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:35, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1468] von Staats wegen, Suid., f. l.

Greek Monolingual

κοινοδημεί (Α)
επίρρ. (κατά το λεξ. Σούδα) με τον τρόπο του κοινοδημίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινοδήμ-ιον + επιρρμ. κατάλ. -εί, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. αυθωρ-εί, ηρεμ-εί)].