κοπρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(21)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοπρόστομος]], -ον)<br />[[βωμολόχος]], [[βρομόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[κοπρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βρομό</i>-<i>στομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοπρόστομος]], -ον)<br />[[βωμολόχος]], [[βρομόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[κοπρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>βρομό</i>-<i>στομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>στομος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1483] mit unreinem, unfläthigem Munde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρόστομος: -ον, ἔχων βρωμερὸν στόμα, ἀντίθετ. τῷ χρυσόστομος, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 51, 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κοπρόστομος, -ον)
βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό-στομος, χρυσό-στομος].