κλεπταποδόχος: Difference between revisions
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
(20) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η<br />αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κλεπτ</i>-[[αποδόχος]] ([[αντί]] του ορθ. <i>κλοπιμαιο</i>-[[αποδόχος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[αποδόχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποδέχομαι]]), | |mltxt=ο, η<br />αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κλεπτ</i>-[[αποδόχος]] ([[αντί]] του ορθ. <i>κλοπιμαιο</i>-[[αποδόχος]]) <span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]] <span style="color: red;">+</span> -[[αποδόχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποδέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[λησταποδόχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, η
αυτός που εν γνώσει του αποδέχεται, αποκρύπτει ή και χρησιμοποιεί κλοπιμαία πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. κλεπτ-αποδόχος (αντί του ορθ. κλοπιμαιο-αποδόχος) < κλέπτω + -αποδόχος (< ἀποδέχομαι), πρβλ. λησταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].