κοχλιοτροφείο: Difference between revisions

From LSJ

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />[[χώρος]] όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφείο</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριο</i>-<i>τροφείο</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>τροφείο</i>].
|mltxt=το<br />[[χώρος]] όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοχλίας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφείο</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>θηριο</i>-<i>τροφείο</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>τροφείο</i>].
}}
}}

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
χώρος όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τροφείο (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφείο, ορνιθο-τροφείο].