κροταλίας: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην [[ουρά]] τους [[κρόταλο]], αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η [[ουρά]] πάλλεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>crotalus</i> <span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>crotalus</i>, [[άλλος]] τ. του λατ. <i>crotalum</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόταλον]]. Η λ. εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που χαρακτηρίζει, [[συχνά]], ονομασίες ζώων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην [[ουρά]] τους [[κρόταλο]], αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η [[ουρά]] πάλλεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>crotalus</i> <span style="color: red;"><</span> νεώτ. λατ. <i>crotalus</i>, [[άλλος]] τ. του λατ. <i>crotalum</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρόταλον]]. Η λ. εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>ίας</i>, που χαρακτηρίζει, [[συχνά]], ονομασίες ζώων ([[πρβλ]]. <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας viperidae τα οποία φέρουν στην ουρά τους κρόταλο, αποτελούμενο από κεράτινα αρθρωτά τμήματα, που παράγει χαρακτηριστικό ήχο όταν η ουρά πάλλεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crotalus < νεώτ. λατ. crotalus, άλλος τ. του λατ. crotalum < κρόταλον. Η λ. εμφανίζει το επίθημα -ίας, που χαρακτηρίζει, συχνά, ονομασίες ζώων (πρβλ. καρχαρ-ίας, ξιφ-ίας)].