κρίθμο: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κρίθμον]] και [[κρῆθμον]], τὸ και [[κρίθμος]] και [[κρήθμος]] και [[κρηθμός]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]] και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. [[κρίταμο]] ή αλμυριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως [[διεθνής]] επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>crihmum</i>].
|mltxt=το (Α [[κρίθμον]] και [[κρῆθμον]], τὸ και [[κρίθμος]] και [[κρήθμος]] και [[κρηθμός]], ὁ)<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδοφόρα]] και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. [[κρίταμο]] ή αλμυριά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως [[διεθνής]] επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>crihmum</i>].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο και στα βότσαλα τών ακτών της Μεσογείου και τών δυτικών ακτών της Ευρώπης, κν. κρίταμο ή αλμυριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια λ. Η λ. ως διεθνής επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. crihmum].