κτίσιμο: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[χτίσιμο]], το (Μ [[κτίσιμο]][ν])<br />[[ανέγερση]] οικοδομής ή τοίχου («το [[κτίσιμο]] του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>3.</b> [[απόφραξη]] θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το [[κτίσιμο]] του παραθύρου θα κόψει το [[κρύο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- ( | |mltxt=και [[χτίσιμο]], το (Μ [[κτίσιμο]][ν])<br />[[ανέγερση]] οικοδομής ή τοίχου («το [[κτίσιμο]] του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)<br /><b>2.</b> [[ίδρυση]], [[θεμελίωση]]<br /><b>3.</b> [[απόφραξη]] θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το [[κτίσιμο]] του παραθύρου θα κόψει το [[κρύο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>κτισ</i>-<i>α</i> αόρ. του [[κτίζω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>δέσ</i>-<i>ιμο</i>, <i>λύσ</i>-<i>ιμο</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
και χτίσιμο, το (Μ κτίσιμο[ν])
ανέγερση οικοδομής ή τοίχου («το κτίσιμο του σπιτιού βάσταξε έναν χρόνο»)
2. ίδρυση, θεμελίωση
3. απόφραξη θύρας, παραθύρου ή άλλου ανοίγματος με τοίχο («το κτίσιμο του παραθύρου θα κόψει το κρύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- (πρβλ. ἔ-κτισ-α αόρ. του κτίζω) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο, λύσ-ιμο)].