λίπωμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] όγκος που αποτελείτει από λιπώδη ιστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lipoma</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lipoma</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]])].
|mltxt=το<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] όγκος που αποτελείτει από λιπώδη ιστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lipoma</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lipoma</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίπος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ιατρ. καλοήθης όγκος που αποτελείτει από λιπώδη ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoma < νεολατ. lipoma (< λίπος)].