λαγοφθαλμία: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λαγωφθαλμία]] η<br /><b>ιατρ.</b> [[αδυναμία]] πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lagophtalmus</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lagophtalmus</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαγόφθαλμος]]].
|mltxt=και [[λαγωφθαλμία]] η<br /><b>ιατρ.</b> [[αδυναμία]] πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lagophtalmus</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lagophtalmus</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαγόφθαλμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λαγωφθαλμία η
ιατρ. αδυναμία πλήρους κάλυψης του βολβού του οφθαλμού από τα βλέφαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagophtalmus < νεολατ. lagophtalmus < λαγόφθαλμος].