λαθαστής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαθαστής]], ὁ (Μ)<br />αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαθαίνω]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>της</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χλευασ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=[[λαθαστής]], ὁ (Μ)<br />αυτός που εξαπατά, [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαθαίνω]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>της</i> ([[πρβλ]]. <i>χλευασ</i>-<i>της</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

λαθαστής, ὁ (Μ)
αυτός που εξαπατά, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε -της (πρβλ. χλευασ-της)].