λουστραρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λουστράρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ενεστ. του [[λουστράρω]], σχηματισμένος από τον αόρ. <i>ἐλουστράρησα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λουστράρω]], <i>ἐλουστράρησα</i>: [[λουστραρίζω]]), που συνέπιπτε με τον αόρ. -<i>ισα</i> ρημάτων με ενεστ. σε -<i>ίζω</i>].
|mltxt=[[λουστράρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος ενεστ. του [[λουστράρω]], σχηματισμένος από τον αόρ. <i>ἐλουστράρησα</i> ([[πρβλ]]. [[λουστράρω]], <i>ἐλουστράρησα</i>: [[λουστραρίζω]]), που συνέπιπτε με τον αόρ. -<i>ισα</i> ρημάτων με ενεστ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

λουστράρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του λουστράρω, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλουστράρησα (πρβλ. λουστράρω, ἐλουστράρησα: λουστραρίζω), που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].