λωφήιος: Difference between revisions

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λωφήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα [[ἱερά]]» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την [[οργή]] τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λωφ</i>- του <i>λωφῶ</i> «αναπαύομαι» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρην</i>-[[ήιος]], <i>ποιμν</i>-[[ήιος]])].
|mltxt=[[λωφήϊος]], -ΐα, -ον (Α)<br />αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα [[ἱερά]]» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την [[οργή]] τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λωφ</i>- του <i>λωφῶ</i> «αναπαύομαι» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. <i>κρην</i>-[[ήιος]], <i>ποιμν</i>-[[ήιος]])].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λωφήιος]], η, ον [from [[λωφάω]]<br />[[relieving]], λ. [[ἱερά]] [[expiatory]] offerings, Apoll.
|mdlsjtxt=[[λωφήιος]], η, ον [from [[λωφάω]]<br />[[relieving]], λ. [[ἱερά]] [[expiatory]] offerings, Apoll.
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λωφήιος: -α, -ον, ἀνακουφίζων, παρέχων ἀνακούφισιν, λ. ἱερά, θυσίαι ἱλαστήριοι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 485.

Greek Monolingual

λωφήϊος, -ΐα, -ον (Α)
αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» — εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ- του λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. κρην-ήιος, ποιμν-ήιος)].

Middle Liddell

λωφήιος, η, ον [from λωφάω
relieving, λ. ἱερά expiatory offerings, Apoll.