λυσσώπις: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσσῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει λυσσώδες [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βλοσυρ</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
|mltxt=[[λυσσῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει λυσσώδες [[βλέμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶπις</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]»), [[πρβλ]]. <i>βλοσυρ</i>-<i>ώπις</i>, <i>γλαυκ</i>-<i>ώπις</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

λυσσῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει λυσσώδες βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -ῶπις(< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. βλοσυρ-ώπις, γλαυκ-ώπις].