λιγύθρους: Difference between revisions

From LSJ
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιγύθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θροος</i>, -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i> «[[θόρυβος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]]].
|mltxt=[[λιγύθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θροος</i>, -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i> «[[θόρυβος]]»), [[πρβλ]]. <i>ηδύ</i>-[[θρους]]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

λιγύθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -θροος, -θρους (< θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. ηδύ-θρους].