μίλημα: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />η [[ομιλία]], η [[μιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμίλημα]], με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ὀμμάτιον]] > [[μάτι]]].
|mltxt=το<br />η [[ομιλία]], η [[μιλιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμίλημα]], με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>ο</i>- ([[πρβλ]]. [[ὀμμάτιον]] > [[μάτι]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
η ομιλία, η μιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμίλημα, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι].