μακρομάλλης: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(23) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μακρυμάλλης]], -α, -ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ [[μακρυμάλλης]])<br />αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάλλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλί]]), | |mltxt=και [[μακρυμάλλης]], -α, -ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ [[μακρυμάλλης]])<br />αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάλλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαλλί]]), [[πρβλ]]. <i>ξανθο</i>-<i>μάλλης</i>, <i>σγουρο</i>-<i>μάλλης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και μακρυμάλλης, -α, -ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ μακρυμάλλης)
αυτός που έχει μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -μάλλης (< μαλλί), πρβλ. ξανθο-μάλλης, σγουρο-μάλλης].