μορφοποίηση: Difference between revisions
From LSJ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[γενικός]] [[τεχνολογικός]] όρος, χρησιμοποιούμενος για να εκφράσει τη [[διαμόρφωση]] και τον σχηματισμό διαφόρων αντικειμένων<br /><b>2.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[υλοποίηση]] τοὺ σημασιολογικού επιπέδου στο επίπεδο του γλωσσικού σημαίνοντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> [[γενικός]] [[τεχνολογικός]] όρος, χρησιμοποιούμενος για να εκφράσει τη [[διαμόρφωση]] και τον σχηματισμό διαφόρων αντικειμένων<br /><b>2.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[υλοποίηση]] τοὺ σημασιολογικού επιπέδου στο επίπεδο του γλωσσικού σημαίνοντος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>formage</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>forme</i> «[[μορφή]]»). Η λ., στον λόγιο τ. <i>μορφοποίησις</i>, μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. τεχνολ. γενικός τεχνολογικός όρος, χρησιμοποιούμενος για να εκφράσει τη διαμόρφωση και τον σχηματισμό διαφόρων αντικειμένων
2. γλωσσ. η υλοποίηση τοὺ σημασιολογικού επιπέδου στο επίπεδο του γλωσσικού σημαίνοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. formage (< forme «μορφή»). Η λ., στον λόγιο τ. μορφοποίησις, μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].