χρηστοεπής: Difference between revisions
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
(47b) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με [[χρηστότητα]], που λέει χρηστά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηστοεπές</i><br />η [[χρηστοέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]] «[[λόγος]]»), | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με [[χρηστότητα]], που λέει χρηστά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρηστοεπές</i><br />η [[χρηστοέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρηστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]] «[[λόγος]]»), [[πρβλ]]. <i>ἀμετρο</i>-<i>επής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπές
η χρηστοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].