ψιλής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆτος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ψιλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ής</i>, -<i>ῆτος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ē</i><i>t</i>-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην [[ποίηση]] ή [[είναι]] λ. της τεχνικής ορολογίας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀργ</i>-<i>ής</i>)].
|mltxt=-ῆτος, ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ψιλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψιλός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ής</i>, -<i>ῆτος</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ē</i><i>t</i>-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην [[ποίηση]] ή [[είναι]] λ. της τεχνικής ορολογίας ([[πρβλ]]. <i>ἀργ</i>-<i>ής</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψῑλής:''' ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.
|elrutext='''ψῑλής:''' ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:48, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλής Medium diacritics: ψιλής Low diacritics: ψιλής Capitals: ΨΙΛΗΣ
Transliteration A: psilḗs Transliteration B: psilēs Transliteration C: psilis Beta Code: yilh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, v. sub ψιλῆται.

Greek Monolingual

-ῆτος, ὁ, Α
(ποιητ. τ.) ψιλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + επίθημα -ής, -ῆτος (< -ēt-, αβέβαιης προέλευσης), που απαντά σε ορισμένα επίθ. και ουσ. χρησιμοποιούμενα στην ποίηση ή είναι λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ἀργ-ής)].

Russian (Dvoretsky)

ψῑλής: ῆτος ὁ псилет, легковооруженный воин Aesch.