ωοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[καθένας]] από τους δύο αδένες, αριστερά και [[δεξιά]] της μήτρας της γυναίκας, που παράγουν τα θηλυκά γεννητικά κύτταρα, τα ωάρια, και [[είναι]] ταυτόχρονα ενδοκρινείς αδένες<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το διογκωμένο βασικό [[τμήμα]] του καρποφύλλου τών αγγειόσπερμων [[φυτών]], που περιέχει τις σπερματικές βλάστες<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ζώων, που παράγει τους θηλυκούς γαμέτες, τα ωάρια<br /><b>4.</b> [[ωοδόχη]], [[αβγοθήκη]] ή [[αβγουλιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. Η λ., ως όρος της βιολ., [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>ovaire</i>, και μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[καθένας]] από τους δύο αδένες, αριστερά και [[δεξιά]] της μήτρας της γυναίκας, που παράγουν τα θηλυκά γεννητικά κύτταρα, τα ωάρια, και [[είναι]] ταυτόχρονα ενδοκρινείς αδένες<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το διογκωμένο βασικό [[τμήμα]] του καρποφύλλου τών αγγειόσπερμων [[φυτών]], που περιέχει τις σπερματικές βλάστες<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ζώων, που παράγει τους θηλυκούς γαμέτες, τα ωάρια<br /><b>4.</b> [[ωοδόχη]], [[αβγοθήκη]] ή [[αβγουλιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ωό</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. Η λ., ως όρος της βιολ., [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>ovaire</i>, και μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].
}}
}}

Latest revision as of 15:49, 23 August 2021

Greek Monolingual

η, Ν
1. ανατ. καθένας από τους δύο αδένες, αριστερά και δεξιά της μήτρας της γυναίκας, που παράγουν τα θηλυκά γεννητικά κύτταρα, τα ωάρια, και είναι ταυτόχρονα ενδοκρινείς αδένες
2. βοτ. το διογκωμένο βασικό τμήμα του καρποφύλλου τών αγγειόσπερμων φυτών, που περιέχει τις σπερματικές βλάστες
3. ζωολ. το θηλυκό αναπαραγωγικό όργανο τών ζώων, που παράγει τους θηλυκούς γαμέτες, τα ωάρια
4. ωοδόχη, αβγοθήκη ή αβγουλιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θήκη. Η λ., ως όρος της βιολ., είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ovaire, και μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].