ωοδόχη

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μικρό επιτραπέζιο σκεύος για την τοποθέτηση αβγών, αβγοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + -δόχη (< δέχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλόξ].