ἱμαντοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντοτόμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαιμο</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]].
|mltxt=[[ἱμαντοτόμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>λαιμο</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]].
}}
}}

Revision as of 16:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Riemenschneider, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοτόμος: ὁ, ὁ τέμνων ἱμάντας, λωρία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, υλο-τόμος.