ευμαθής: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], [[επιδεκτικός]] μαθήσεως, [[ταχυμαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνεται εύκολα, [[ευνόητος]], [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐμαθὲς [[φώνημα]]» — ευδιάγνωστη, [[ευκρινής]] [[φωνή]] (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμαθώς</i> (Α εὐμαθῶς)<br />με τρόπο καταληπτό, κατανοητό<br /><b>αρχ.</b><br />εντέχνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαθ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>, [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐμαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνει εύκολα και [[γρήγορα]], [[επιδεκτικός]] μαθήσεως, [[ταχυμαθής]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιθυμεί [[μάθηση]], [[μόρφωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθαίνεται εύκολα, [[ευνόητος]], [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐμαθὲς [[φώνημα]]» — ευδιάγνωστη, [[ευκρινής]] [[φωνή]] (<b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμαθώς</i> (Α εὐμαθῶς)<br />με τρόπο καταληπτό, κατανοητό<br /><b>αρχ.</b><br />εντέχνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαθ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>, [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. [[αμαθής]], [[πολυμαθής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:36, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐμαθής, -ές)
1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής
2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση
αρχ.
1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός
2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» — ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή (Σοφ.).
επίρρ...
ευμαθώς (Α εὐμαθῶς)
με τρόπο καταληπτό, κατανοητό
αρχ.
εντέχνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαθής (< θ. μαθ-, πρβλ. έ-μαθ-ον, μανθάνω), πρβλ. αμαθής, πολυμαθής].