εχιδνότοκος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνότοκος]], -ον (ΑΜ)<br />ο γεννημένος από [[έχιδνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο γεννημένος από [[αμαρτωλή]] ή κακεντρεχή [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. <i>αρτί</i>-<i>τοκος</i>, <i>πυρί</i>-<i>τοκος</i>].
|mltxt=[[ἐχιδνότοκος]], -ον (ΑΜ)<br />ο γεννημένος από [[έχιδνα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> ο γεννημένος από [[αμαρτωλή]] ή κακεντρεχή [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[αρτίτοκος]], [[πυρίτοκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐχιδνότοκος, -ον (ΑΜ)
ο γεννημένος από έχιδνα
μσν.
μτφ. ο γεννημένος από αμαρτωλή ή κακεντρεχή γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρτίτοκος, πυρίτοκος].