ησυχικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡσυχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγαπά την [[ησυχία]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικος</i> ([[πρβλ]]. <i>θε</i>-<i>ικός</i>, <i>φιλοσοφ</i>-<i>ικός</i>)].
|mltxt=[[ἡσυχικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που αγαπά την [[ησυχία]], [[φιλήσυχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήσυχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικος</i> ([[πρβλ]]. [[θεικός]], [[φιλοσοφικός]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡσυχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -ικος (πρβλ. θεικός, φιλοσοφικός)].