ημιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπαγής]], -ές (Α)<br />ο [[σχεδόν]] στερεοποιημένος, ο πηγμένος [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[τέρας]] με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο [[κάτω]] [[μέρος]] του προσώπου ώς το [[στόμα]], που [[είναι]] κοινό για τα δύο σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για τη [[μάθηση]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], που δεν [[είναι]] [[πλήρης]] («ἡμιπαγὴς [[σοφία]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. <i>ακρο</i>-<i>παγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>παγής</i>)].
|mltxt=[[ἡμιπαγής]], -ές (Α)<br />ο [[σχεδόν]] στερεοποιημένος, ο πηγμένος [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[τέρας]] με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο [[κάτω]] [[μέρος]] του προσώπου ώς το [[στόμα]], που [[είναι]] κοινό για τα δύο σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για τη [[μάθηση]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], που δεν [[είναι]] [[πλήρης]] («ἡμιπαγὴς [[σοφία]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ακροπαγής]], [[χρυσοπαγής]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιπαγής, -ές (Α)
ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ
νεοελλ.
ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος του προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα
αρχ.
1. (μτφ. για τη μάθηση) αυτός που δεν είναι άρτιος, που δεν είναι πλήρης («ἡμιπαγὴς σοφία», Φίλ.)
2. φρ. «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -παγής < επάγην, πήγνυμι (πρβλ. ακροπαγής, χρυσοπαγής)].