ιδιοτελής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />αυτός που αποβλέπει στο δικό του [[συμφέρον]], σε προσωπικά ωφελήματα, ο [[συμφεροντολόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτελώς</i><br />συμφεροντολογικά, με [[ιδιοτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. <i>ημι</i>-<i>τελής</i>, <i>λυσι</i>-<i>τελής</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην [[εφημερίδα]] <i>Αθηνά</i>].
|mltxt=-ές<br />αυτός που αποβλέπει στο δικό του [[συμφέρον]], σε προσωπικά ωφελήματα, ο [[συμφεροντολόγος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιοτελώς</i><br />συμφεροντολογικά, με [[ιδιοτέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[ημιτελής]], [[λυσιτελής]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην [[εφημερίδα]] <i>Αθηνά</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:01, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος.
επίρρ...
ιδιοτελώς
συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημιτελής, λυσιτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην εφημερίδα Αθηνά].