ιστιοπετής: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστιοπετής]], -ές (Α)<br />(για πλοία) αυτός που κινείται [[γρήγορα]] με τα [[ιστία]], ταχυπόρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>αερο</i>-<i>πετής</i>, <i>ουρανο</i>-<i>πετής</i>].
|mltxt=[[ἱστιοπετής]], -ές (Α)<br />(για πλοία) αυτός που κινείται [[γρήγορα]] με τα [[ιστία]], ταχυπόρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), [[πρβλ]]. [[αεροπετής]], [[ουρανοπετής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱστιοπετής, -ές (Α)
(για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. αεροπετής, ουρανοπετής].