ισορρεπής: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσορρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ισορροπημένος, [[λογικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), [[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>ρρεπής</i>].
|mltxt=[[ἰσορρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ισορροπημένος, [[λογικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), [[πρβλ]]. [[ετερορρεπής]], [[οξυρρεπής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ)
ισορροπημένος, λογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερορρεπής, οξυρρεπής].