ἰσορρεπής

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσορρεπής Medium diacritics: ἰσορρεπής Low diacritics: ισορρεπής Capitals: ΙΣΟΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: isorrepḗs Transliteration B: isorrepēs Transliteration C: isorrepis Beta Code: i)sorreph/s

English (LSJ)

ἰσορρεπές, = ἰσόρροπος, Nic.Th.646, Poet.de Herb.98.

Greek Monolingual

ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ)
ισορροπημένος, λογικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρρεπής (< ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερορρεπής, οξυρρεπής].

German (Pape)

ές, = ἰσόρροπος, Nic. Th. 646 und a. sp.D.