ισόδομος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), [[πρβλ]]. [[μεσόδομος]], [[υψίδομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσόδομος, υψίδομος].