κοκκινάδι: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. <i>ασπρ</i>-<i>άδι</i>, <i>μαυρ</i>-<i>άδι</i>)].
|mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. [[ασπράδι]], [[μαυράδι]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (Μ κοκκινάδι)
1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα
2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών
νεοελλ.
το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο χρώμα αυτών τών μερών που προκαλείται από τοπική φλεγμονή ή άλλη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι, μαυράδι)].