ιχνεύμων: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνεύμων]])<br /><b>1.</b> ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη [[νυφίτσα]], που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[είδος]] [[σφηκών]] που κυνηγούν τις αράχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, [[ιχνευτής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. <i>δαί</i>-<i>μων</i>, <i>πνεύ</i>-<i>μων</i>].
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνεύμων]])<br /><b>1.</b> ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη [[νυφίτσα]], που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου<br /><b>2.</b> <b>εντομολ.</b> [[είδος]] [[σφηκών]] που κυνηγούν τις αράχνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, [[ιχνευτής]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰχνεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> ([[πρβλ]]. [[δαίμων]], [[πνεύμων]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνεύμων)
1. ζώο της Αιγύπτου, παρόμοιο με τη νυφίτσα, που ανιχνεύει τα αβγά του κροκοδείλου
2. εντομολ. είδος σφηκών που κυνηγούν τις αράχνες
αρχ.
1. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που αναζητά τα ίχνη, ιχνευτής
2. είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνεύω + επίθημα -μων (πρβλ. δαίμων, πνεύμων].