κοιλώνυξ: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλῶνυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]] «[[νύχι]]»), [[πρβλ]]. <i>αιγ</i>-<i>ώνυξ</i>, <i>χαλκ</i>-<i>ώνυξ</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω της συνθέσεως].
|mltxt=[[κοιλῶνυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῶνυξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυξ]] «[[νύχι]]»), [[πρβλ]]. [[αιγώνυξ]], [[χαλκώνυξ]]. Το -<i>ω</i>- λόγω της συνθέσεως].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

κοιλῶνυξ, ὁ, ἡ (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει κοίλες οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ῶνυξ (< ὄνυξ «νύχι»), πρβλ. αιγώνυξ, χαλκώνυξ. Το -ω- λόγω της συνθέσεως].