χαλκώνυξ

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

-ώνυχος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινα νύχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -ῶνυξ (< ὄνυξ, -υχος «νύχι»), πρβλ. γαμψ-ῶνυξ. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].