κρυσταλλόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρυσταλλόσαρκος]], -η, -ον (Μ)<br />αυτός που η [[σάρκα]] του [[είναι]] διάφανη και λαμπερή σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κρυσταλλόσαρκος]], -η, -ον (Μ)<br />αυτός που η [[σάρκα]] του [[είναι]] διάφανη και λαμπερή σαν το [[κρύσταλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], -<i>κός</i>), [[πρβλ]]. [[λιπόσαρκος]], [[παχύσαρκος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:42, 23 August 2021
Greek Monolingual
κρυσταλλόσαρκος, -η, -ον (Μ)
αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].