κραιπνοβάτις: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραιπνοβάτις]], ἡ (Μ)<br />αυτή που πορεύεται [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i>, θηλ. του -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>βάτις</i>, <i>παρα</i>-<i>βάτις</i>].
|mltxt=[[κραιπνοβάτις]], ἡ (Μ)<br />αυτή που πορεύεται [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>βάτις</i>, θηλ. του -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[επιβάτις]], [[παραβάτις]]].
}}
}}

Revision as of 18:47, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοβάτις: -ιδος, ἡ, ἡ ταχέως πορευομένη, Θ. Προδρ. Ἐπ. σ. 53.

Greek Monolingual

κραιπνοβάτις, ἡ (Μ)
αυτή που πορεύεται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -βάτις, θηλ. του -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επιβάτις, παραβάτις].