κριθάρι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κριθάριον]], Μ και κριθάριν και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. <i>σιτ</i>-<i>άριον</i>, <i>σωλην</i>-<i>άριον</i>)].
|mltxt=το (AM [[κριθάριον]], Μ και κριθάριν και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[σιτάριον]], [[σωληνάριον]])].
}}
}}

Revision as of 18:52, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτάριον, σωληνάριον)].