μαυλιστής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM [[μαυλιστής]])<br />αυτός που εξωθεί γυναίκες στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i> ([[πρβλ]]. <i>γυμνασ</i>-<i>της</i>), Το θηλ. <i>μαυλίστρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. <i>κυλίσ</i>-<i>τρα</i>, <i>παλαίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM [[μαυλιστής]])<br />αυτός που εξωθεί γυναίκες στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], [[προαγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i> ([[πρβλ]]. <i>γυμνασ</i>-<i>της</i>), Το θηλ. <i>μαυλίστρα</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαυλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[κυλίστρα]], [[παλαίστρα]])].
}}
}}

Revision as of 18:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυλιστής Medium diacritics: μαυλιστής Low diacritics: μαυλιστής Capitals: ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: maulistḗs Transliteration B: maulistēs Transliteration C: mavlistis Beta Code: maulisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = μαστροπός, Cat.Cod.Astr.8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. μαυλ-ίστρια, EM695.31, Sch.Ar.Nu.976, Suid. s.v. πυγοστόλος:

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -της (πρβλ. γυμνασ-της), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίστρα, παλαίστρα)].