μελλούμενος: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[μελλοντικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μελλούμενα</i><br />αυτά που πρόκειται να συμβούν στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i> αναλογικά [[προς]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων ([[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> [[μελλοντικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα μελλούμενα</i><br />αυτά που πρόκειται να συμβούν στο [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ούμενος</i> αναλογικά [[προς]] τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων ([[πρβλ]]. [[χαρούμενος]], [[χρειαζούμενος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:59, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
1. μελλοντικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μελλούμενα
αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κατάλ. -ούμενος αναλογικά προς τις αρχ. μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. χαρούμενος, χρειαζούμενος)].