ἡπατίας: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡπατίας]], o (Α)<br />[[ηπατικός]] («ἡπατίαι λοβοί», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡπατίας]], o (Α)<br />[[ηπατικός]] («ἡπατίαι λοβοί», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[ασθματίας]], [[ιζηματίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, ὁ, A = ἡπατικός 1, λοβοί Poll.2.215.
German (Pape)
[Seite 1173] zur Leber gehörig, λοβοί Poll. 2, 215.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτίας: -ου, ὁ, = ἡπατικός, Πολυδ. Β΄, 215.
Greek Monolingual
ἡπατίας, o (Α)
ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ασθματίας, ιζηματίας)].