λωβιάρης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λουβιάρης]], -άρα, -ικο<br />αυτός που πάσχει από [[λώβα]], [[λεπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. <i>αγαθ</i>-<i>ιάρης</i>, <i>λιγδ</i>-<i>ιάρης</i>)].
|mltxt=και [[λουβιάρης]], -άρα, -ικο<br />αυτός που πάσχει από [[λώβα]], [[λεπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάρης</i> ([[πρβλ]]. [[αγαθιάρης]], [[λιγδιάρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λουβιάρης, -άρα, -ικο
αυτός που πάσχει από λώβα, λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αγαθιάρης, λιγδιάρης)].