Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
-ιάρα, -ιάρικο αγαθός1. ο υπερβολικά, μέχρι ανοησίας, καλός2. εύπιστος3. απονήρευτος.