αγαθιάρης

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

-ιάρα, -ιάρικο αγαθός
1. ο υπερβολικά, μέχρι ανοησίας, καλός
2. εύπιστος
3. απονήρευτος.