λωβιάρης
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
και λουβιάρης, -άρα, -ικο
αυτός που πάσχει από λώβα, λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. αγαθιάρης, λιγδιάρης)].