μηλόμασθος: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλόμασθος]], ἡ (Μ)<br />αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως [[προς]] το [[μέγεθος]] ή το [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[μασθός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μασθός]] «[[στήθος]]»), [[πρβλ]]. <i>βού</i>-<i>μασθος</i>, <i>γυναικό</i>-<i>μασθος</i>].
|mltxt=[[μηλόμασθος]], ἡ (Μ)<br />αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως [[προς]] το [[μέγεθος]] ή το [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[μασθός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μασθός]] «[[στήθος]]»), [[πρβλ]]. [[βούμασθος]], [[γυναικόμασθος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:19, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μηλόμασθος: ἡ, ἡ ἔχουσα μαστοὺς ὡς μῆλα, Ἰσ. Πορφυρογέν. ἐν Allat Exc. 316.

Greek Monolingual

μηλόμασθος, ἡ (Μ)
αυτή που έχει μαστούς σαν μήλα ως προς το μέγεθος ή το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -μασθός (< μασθός «στήθος»), πρβλ. βούμασθος, γυναικόμασθος].