ημιμετάβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] υφίσταται όχι τέλεια [[αλλά]] μερική προοδευτική μόνο [[μεταβολή]], ο εν μέρει μεταβαλλόμενος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ημιμετάβολα</i><br />[[τύπος]] ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και [[μεταμόρφωση]] [[συχνά]] ατελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μετάβολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-[[μετάβολος]], <i>παντο</i>-[[μετάβολος]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] υφίσταται όχι τέλεια [[αλλά]] μερική προοδευτική μόνο [[μεταβολή]], ο εν μέρει μεταβαλλόμενος<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα ημιμετάβολα</i><br />[[τύπος]] ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και [[μεταμόρφωση]] [[συχνά]] ατελή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[μετάβολος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μεταβάλλω]]), [[πρβλ]]. [[ευμετάβολος]], [[παντομετάβολος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 24 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος
2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα
τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μετάβολος (< μεταβάλλω), πρβλ. ευμετάβολος, παντομετάβολος.